Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

pulse

κάποιες μέρες ξυπνάω και έχω μέσα μου έναν ρυθμό περίεργο. Σαν να παίζει μουσική η καρδιά μου. Αυτές τις μέρες, όλα μοιάζουν αλλιώτικα. Πιό χαρούμενα. Ντύνομαι με χρώματα, περπατάω χωρίς να κοιτάω τα πόδια μου αλλά τριγύρω μου, ακούω ροκ μουσική και σαν να χαμογελάνε όλα ξαφνικά.
Μακάρι να κρατούσε όμως λιγάκι παραπάνω γιατί με το που ξαπλώσω στο μαξιλάρι μου, τελειώνει και η μουσική μέσα μου. Και άντε πάλι απ' την αρχή!

Pulse- Archive

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Παραμύθι

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας γίγαντας.
Ζούσε σε μια μεγάλη πόλη με πολλούς άλλους γίγαντες αλλά και κανονικούς ανθρώπους. Ζούσε με την οικογένειά του, που δεν ήταν όμως γίγαντες. Η μαμά του μαγείρευε νόστιμα γλυκάκια και ο μπαμπάς του πότιζε τα λουλούδια που είχαν στον κήπο τους και τα αγαπούσε πολυ. Ο γίγαντάς μας κάποιες φορές τσαλαπατούσε τα τριαντάφυλλα του κήπου, στην προσπάθειά του να τρυπώσει στην κουζίνα από το παράθυρο και συχνά καυγάδιζε με τον μπαμπά του.
Εγώ τον γνώρισα μια μέρα που πετούσα τον χαρταετό μου, σε ένα βουνό και πιάστηκε σε ένα ψηλό δέντρο. Περνούσε ο γίγαντας από εκεί και μου ξεσκάλωσε τον χαρταετό μου.
Ήταν χαμογελαστός και είχε βροντερή φωνή και κάθε φορά που μίλαγε, πονούσαν τα αυτιά μου! Φορούσε ένα ροζ πουκάμισο και κοντό παντελόνι γιατί είχε ζέστη. Γίναμε φίλοι.
Με έπαιρνε αγκαλιά, με κάθιζε στον ώμο του και πηγαίναμε βόλτες. Τρομερό συναίσθημα να τα βλέπεις όλα από ψηλά. Να ακουμπάς τα σύννεφα με το δάχτυλο και αυτά να διαλύονται. Γελούσαμε τόσο πολύ με τις αντιδράσεις των πουλιών που πετούσαν γύρω μας.
Και ο καιρός περνούσε και γινόμασταν όλο και πιο φίλοι. Ηταν πολύ έξυπνος ο φίλος μου, ο γίγαντας. Έλεγε όμορφες ιστορίες, όπως για όταν γνώρισε τον βασιλιά Φαρούκ, και πήγαινε στο παλάτι του για φαγητό. Ή όπως που πάλεψε με τις αδερφές Αληκτώ, Τισιφόνη και Μέγαιρα όταν προσπάθησαν να του κλέψουν τις σκέψεις..Έλεγε τις ιστορίες του και γελούσε τόσο δυνατά που έτρεμαν τα ρουθούνια μου και φτερνιζόμουν συνέχεια!
Τα βράδια ξαπλώναμε δίπλα-δίπλα και τραγουδούσαμε αστεία τραγούδια.. Άλλες φορές δεν λέγαμε τίποτα.. Μιλούσαν οι ανάσες μας..... Είχαμε δημιουργήσει και δική μας γλώσσα, ώστε να μήν μας καταλαβαίνει κανένας.. δαν θάλα να σα χάσα, έλεγε. Κι ιγί, απαντούσα..Μια μέρα που πήγαινα στη δουλειά μου όμως, έπιασε μεγάλη βροχή και δεν είχα ομπρέλα. Βράχηκαν τα πόδια μου, τα μαλλιά μου, τα μάτια μου. Γύρισα σπίτι μου και είδα πως ήμουν πολύ άρρωστη..Ο φίλος μου, ο γίγαντας ερχόταν έξω από το σπίτι μου, μου φώναζε να βγώ να παίξουμε αλλά δεν μπορούσα. Δεν στέγνωναν τα μάτια μου όσα φάρμακα και να έπαιρνα. Ο γίγαντας ήθελε να έρθει να με δεί, αλλά δεν χωρούσε στο σπίτι μου και στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να με βοηθήσει..
Μια μέρα, διάβασε στην εφημερίδα για ένα μαγικό σιρόπι που θα έκανε τα μάτια μου, να στεγνώσουν επιτέλους και αποφάσισε να πάει να μου το φέρει....



συνεχίζεται...

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

Μην το πεις πουθενά



Μην το πεις πουθενά

Μην το πεις πουθενά
Πια τα βράδια δεν κοιμάμαι
Η καρδιά μου χτυπά
Και φοβάμαι , ναι φοβάμαι
Δεν ξέρω αν έχω αλήθεια κάτι να μοιραστώ
Και σου ζητάω βοήθεια και ντρέπομαι γι’ αυτό
Μην το πεις πουθενά
Όλα θέλω να τ’ αφήσω
Σπίτι φίλους δουλειά
Δίχως να κοιτάξω πίσω
Δεν ξέρω αν έχω αλήθεια κάτι να μοιραστώ
Και σου ζητάω βοήθεια και ντρέπομαι γι’ αυτό
Μην το πεις πουθενά
Όταν γελώ δυνατά να ξέρεις μέσα μου κλαίω
Μην το πεις πουθενά
Πόσο να κρύβομαι πια; Δεν αντέχω σου λέω!
Μην το πεις πουθενά
Θέλω να φύγω μακριά . Πίστεψε με το θέλω.